Ιόβακχος — Ἰόβακχος, ὁ (Α) 1. ο Βάκχος τον οποίο επικαλούνταν με την κραυγή ἰώ 2. ύμνος που άρχιζε με τη φράση ἰώ Βάκχε 3. στον πληθ. oἱ Ἰόβακχοι τα μέλη θρησκευτικού θιάσου στην Αθήνα για τη λατρεία τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφώνημα ἰώ + Βάκχος.… … Dictionary of Greek
αναγλυπτογραφία — η (Γραφ. τεχν.) η τέχνη παραγωγής αναγλύφων παραστάσεων στην επιφάνεια μετάλλου, δέρματος, υφάσματος, χαρτιού ή άλλου παρόμοιου υλικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγλυπτογράφος < ανάγλυπτος + γράφος*. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον γιατρό Α.… … Dictionary of Greek
γαλάκτωμα — Ειδικός τύπος διασποράς ενός υγρού σε ένα άλλο, στο οποίο είναι πρακτικά αδιάλυτο. Το διασπειρόμενο υγρό, που πρέπει να είναι πάντοτε σε μικρότερη ποσότητα, χωρίζεται σε λεπτότατα σταγονίδια· κι αυτό γιατί η τάση που ενεργεί στις επιφάνειες… … Dictionary of Greek
ιτρόγαλα — ἰτρόγαλα, τὸ (Α) φρ. «τὸ ἰτρόγαλα γάλακτος» πιθ. παχύς πλακούντας, είδος πίτας ή παρόμοιου εδέσματος με κύριο συστατικό το αλεύρι και το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + γάλα] … Dictionary of Greek
κιγχονινικός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κιγχονινικό οξύ» ονομασία οξέος παρόμοιου με το κινολεϊνο γ καρβοξυλικό οξύ … Dictionary of Greek
λαγίδιο — το (Α λαγίδιον) [λαγώς] μικρός σε μέγεθος ή και σε ηλικία λαγός, λαγουδάκι νεοελλ. επιστημονική ονομασία τρωκτικού παρόμοιου με το σινσιλά, γνωστού και ως βισκάτσα τών βουνών … Dictionary of Greek
ξενότελος — ξενότελος, τὸ (Μ) είδος φόρου, παρόμοιου με το μετοίκιο τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τέλος «φόρος, όασμός»] … Dictionary of Greek
ομοθαλλικός — ή, ό (για είδη κατώτερων φυτών) αυτός τού οποίου ο θαλλός είναι μορφολογικά και φυσιολογικά ταυτόσημος με τον θαλλό ενός παρόμοιου οργανισμού και στον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ένωση γαμετών που παράγονται στον ίδιο θαλλό … Dictionary of Greek
ομοθαλλισμός — ο βιολ. η κατάσταση ενός κατώτερου φυτικού οργανισμού στον οποίο ο θαλλός είναι μορφολογικά και φυσιολογικά ταυτόσημος με τον θαλλό άλλου παρόμοιου οργανισμού και στον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ένωση γαμετών που παράγονται στον ίδιο θαλλό … Dictionary of Greek
ομοιότυπος — η, ο (Α ὁμοιότυπος, ον) αυτός που είναι τού ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια μορφή με έναν άλλο, ομοιόμορφος νεοελλ. 1. αυτός που έγινε κατά τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός άλλου, πανομοιότυπος 2.… … Dictionary of Greek